υποπυρος

υποπυρος
    ὑπόπυρος
    ὑπό-πῠρος
    2
    горящий снизу
    

πάγαι ὑπόπυροι Soph. — огненные силки (т.е. ложные огни, которые зажег Навплий на Эвбее, чтобы погубить греческий флот)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υποπυρος" в других словарях:

  • ὑπόπυρος — with fire under masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόπυρος — ον, Α αυτός που έχει φωτιά αποκάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πυρος (< πῦρ, πυρός «φωτιά»), πρβλ. διά πυρος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόπυρον — ὑπόπυρος with fire under masc/fem acc sg ὑπόπυρος with fire under neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπύρου — ὑπόπυρος with fire under masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπύρους — ὑπόπυρος with fire under masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγη — πάγη, ἡ (Α) 1. καθετί που στερεώνει και συγκρατεί κάτι 2. (κατ επέκτ.) βρόχος, παγίδα 3. (ειδικά) παγίδα για τη σύλληψη θηραμάτων, κυνηγετικό δίχτυ 4. μτφ. δόλος, πανουργία 5. φρ. «ὑπόπυρος πάγη» μτφ. χαρακτηρισμός τών φάρων τού Ναυπλίου. [ΕΤΥΜΟΛ …   Dictionary of Greek

  • πυρ — Bλ. λ. φωτιά. * * * το / πῡρ, πληθ. πυρά, ΝΜΑ, και πύυρ και ποιητ. τ. πύϊρ Α 1. ταυτόχρονη παραγωγή θερμότητας και φλόγας, η οποία προέρχεται από την καύση ορισμένων σωμάτων, φωτιά 2. φρ. «Πυρ άγιον» το άσβεστο πυρ στο θυσιαστήριο τών… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»